- αὔξης
- αὔξηdimensionfem gen sg (attic epic ionic)αὖξιςfem nom/voc pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αὔξῃς — αὔξη dimension fem dat pl (epic) αὐξάνω increase pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυελαυξής — μυελαυξής, ές (Α) αυτός που συμβάλλει στην αύξηση τού μυελού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυελός + αυξής (< αὐξάνω), πρβλ. νεο αυξής, πολυ αυξής] … Dictionary of Greek
ευαυξής — εὐαυξής, ές (ΑΜ) αυτός που αυξάνεται, που μεγαλώνει γρήγορα και εύκολα («εὐαυξέστερα γὰρ τὰ θήλεα τῶν ἀρρένων», Θεόφρ.) μσν. αυτός που μεγαλώνει καλά αρχ. 1. ο ψηλός 2. αυτός που έχει αυξημένο όγκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αυξής (< αύξω), πρβλ. αν… … Dictionary of Greek
νεοαυξής — νεοαυξής, ές (Α) νεοαύξητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + αυξής (< αὔξω), πρβλ. πολυ αυξής] … Dictionary of Greek
παλιναυξής — παλιναυξής, ές (Α) αυτός που αυξάνεται εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + αυξής (< αὔξω), πρβλ. ευ αυξής] … Dictionary of Greek
πολυαυξής — ές, Α 1. πολύ αυξημένος 2. μεγάλος σε μέγεθος («πολυαυξής μόσχος», Νικ.) 3. ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αυξής (< αὔξω), πρβλ. νεο αυξής] … Dictionary of Greek
προαυξής — ές, Α 1. αυτός που πήρε πλήρη ανάπτυξη, ο τελείως αυξημένος 2. ο σχετικός με ηλικιωμένα άτομα («νόσοι προαυξέες» νόσοι που προσβάλλουν ηλικιωμένα άτομα, Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + αυξής (< αὔξω), πρβλ. δυσ αυξής] … Dictionary of Greek
φιλαυξής — ους, ὁ, ἡ, Μ αυτός που αγαπά την αύξηση, που τείνει να αυξάνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αυξής (< αὔξω), πρβλ. πολυ αυξής] … Dictionary of Greek